- Ἀχαιμένη
- Ἀχαιμένηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ἀχαιμένηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
Αχαιμενίδες — Περσική προϊσλαμική δυναστεία, που ονομάστηκε έτσι από τον Αχαιμένη ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πρόγονος του Κύρου. Υποτελείς στην αρχή των Μήδων βασιλιάδων και βασιλιάδες του Ανσάν (Ελάμ ή Σουσιανής, στη νοτιοδυτική Περσία) οι Α.… … Dictionary of Greek
Τεχεράνη — (ιρανικά Τεχράν). Πόλη (6.022.078 κάτ.) του βορειοκεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του κράτους από το 1788 και της ομώνυμης επαρχίας (οστάν) (29.933 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψίπεδο 1.132 μ., κοντά στις ακραίες νότιες παραφυάδες της ορεινής αλυσίδας… … Dictionary of Greek
Υστάσπης — Όνομα δύο Περσών ηγεμόνων. 1. Γιος του Αχαιμένη και πατέρας του Δαρείου του A’, βασιλιά της Περσίας. Ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας και όταν γύρισε στη χώρα του, πληροφόρησε τους Πέρσες μάγους για τα όσα ωφέλιμα έμαθε από τους Βραχμάνους … Dictionary of Greek